μέθοδος — following after fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέθοδος — η (ΑM μέθοδος) συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού νεοελλ. 1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας … Dictionary of Greek
μέθοδος — η μεθόδου 1. η συστηματική εξέταση και ερμηνεία ενός ζητήματος ή φαινομένου με ορισμένους επιστημονικούς κανόνες: Ακολουθεί συνεχώς νέες μεθόδους στη δουλειά του. 2. τρόπος ενέργειας για την πραγματοποίηση ορισμένου σκοπού: Αυτή είναι αλάνθαστη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγωγική μέθοδος — Μέθοδος της φιλοσοφίας και της επιστημονικής έρευνας που κάνει δυνατή τη μετάβαση από το γενικό στο μερικό, από την αρχή στο επακολούθημα. Η α.μ. πραγματοποιείται με τον απαγωγικό συλλογισμό και την απαγωγική απόδειξη. Με τον απαγωγικό συλλογισμό … Dictionary of Greek
Μπέρλιτς, μέθοδος — (Berlitz Method). Ειδική μέθοδος διδασκαλίας ξένων γλωσσών, που επινόησε ο Μαξιμίλιαν Μπέρλιτς το 1878 στο Πρόβιντενς (ΗΠΑ). Βασίζεται στη διαπίστωση ότι μια γλώσσα μαθαίνεται πάντοτε γρηγορότερα και ευκολότερα στον τόπο όπου μιλιέται και ότι δεν … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας … Dictionary of Greek
αλληλοδιδακτική μέθοδος — Μορφή σχολικής αγωγής. Βλ. λ. Μπελ, Άντριου … Dictionary of Greek
αυτόμορφη συνάρτηση — Μέθοδος για τη λύση εξισώσεων. Ονομάζονται επίσης και συναρτήσεις Φουξ, από το όνομα του μαθηματικού που γύρω στο 1870 μελέτησε το πρόβλημα της λύσης γραμμικών διαφορικών εξισώσεων της τάξης V. Οι συναρτήσεις αυτές αποτελούσαν λύσεις των… … Dictionary of Greek
αξονομετρία — Μέθοδος παράστασης στερεών σχημάτων πάνω σε επίπεδο (προβολικό). Ονομάζεται και παράλληλη προβολή, διότι συνίσταται στην προβολή του αντικειμένου στο προβολικό επίπεδοπαράλληλα με ορισμένη διεύθυνση. Εδώ, το κέντρο προβολής, που κατά την κεντρική … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
αεροθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας διαφόρων παθήσεων, ιδιαίτερα του αναπνευστικού συστήματος (φυματίωση, εμφύσημα κλπ.). Η α., που αποτελεί τομέα του ιδιαίτερου κλάδου της κλιματοθεραπείας, ενεργείται με διάφορους τρόπους ανάλογα με την πάθηση: με θερμά… … Dictionary of Greek